-
1 χαιρετισμός
[хэрэтизмос] ουσ. а. привет, приветствие, салют,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαιρετισμός
-
2 поклон
-
3 привет
привет м о χαιρετισμός, το χαιρέτισμα· передать \привет διαβιβάζω τους χαιρετισμούς* * *мο χαιρετισμός, το χαιρέτισμαпереда́ть приве́т — διαβιβάζω τους χαιρετισμούς
-
4 приветствие
-
5 салют
салют м о στρατιωτικός χαιρετισμός; произвести \салют ρίχνω χαιρετιστήριους κανονιοβολισμούς* * *мο στρατιωτικός χαιρετισμόςпроизвести́ салю́т — ρίχνω χαιρετιστήριους κανον(ι)οβολισμούς
-
6 привет
приветм ὁ χαιρετισμός, τά χαιρετίσματα:сердечный \привет ὁ ἐγκάρδιος χαιρετισμός· с \приветом μέ τους χαιρετισμούς μου· ◊ от него́ ни ответа ни \привета разг ἀπ' αὐτόν1 ὁὔτε φωνή, ὁδτε ἀκρόαση. -
7 привет
-а α.1. χαιρετισμός.2. βλ. приветливость.εκφρ.-! – χαίρε! χαίρετε!с -ом – με χαιρετισμό, -μούς•с дружеским -ом – με φιλικό χαιρετισμό•с товарищеским -ом – με συντροφικό χαιρετισμό•сердечный привет – εγκάρδιος χαιρετισμός. -
8 приветствие
ο χαιρετισμός, το χαιρέτισμα-овать χαιρετώ, χαιρετίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приветствие
-
9 адрес
адресм1. ἡ διεύθυνση [-ις], ἡ σύσταση [-ις], ἡ ἐπιγραφή:послать письмо́ по \адресу στέλνω τό γράμμα στον προορισμό του; писать на чей-л. адрес γράφω στήν διεύθυνση κάποιου;2. (письменное приветствие) ἡ προσφώνηση [-ις], ὁ χαιρετισμός; ◊ обращаться не по \адресу κάνω λάθος τή σύσταση. -
10 горячий
горяч||ийприл1. ζεστός, θερμός/ κοφτός, καυτερός (очень горячий):\горячий источник ἡ θερμή πηγή· \горячийее солнце ὁ καυτερός ήλιος·2. перен φλογερός, διακαής, διάπυρος, θερμός, ἐνθερμος (пламенный)! σφοδρός, περιπαθής (пылкий)! εὐέξαπτος, ἀψύς, θερμόαιμος (легко возбуждающийся):\горячий привет θερμός χαιρετισμός· · отклик ἡ ζωηρή ἀπήχηση· \горячийая голова разг ὁ θερμόαιμος· \горячийее желание ὁ διακαής πόθος· \горячий прием ἡ θερμή ὑποδοχἤ \горячий спор ἡ ζωηρή συζήτηση· \горячийая лошадь τό ἀτίθασο ἄλογο (άτι)· ◊ \горячийее время, \горячийая пора ἐποχή φούριας· по \горячийим следам πάνω στά νωπά Ιχνη· под ·\горячийую ру́ку πάνω στό θυμό, πάνω στήν ἔξαψη. -
11 пламенный
пламенныйприл φλογερός, ἐνθερμος, διάπυρος:\пламенный патриот ὁ φλογερός πατριώτης· \пламенный привет ὁ φλογερός χαιρετισμός. -
12 поклон
поклонм ἡ ὑπόκλιση [-ις], ὁ χαιρετισμός:передать кому́-л. \поклон μεταδίδω τους χαιρετισμούς· ◊ идти с \поклоном к кому́-л. ἀποτείνομαι μέ παράκληση. -
13 приветствие
приве́тств||иес ὁ χαιρετισμός / ἡ προσφώνηση (речь):ответить на \приветствиеис ἀνταποδίδω χαιρετισμό, ἀντιχαιρετώ / ἀντιπροσφωνώ (речью)· обратиться с \приветствиеием χαιρετίζω, προσφωνώ· обменяться \приветствиеиями ἀνταλλάσσω χαιρετιστήρια. -
14 салют
салютм ὁ χαιρετισμός, ὁ χαιρετιστήριος κανονιοβολισμός:\салют победы ὁ χαιρετιστήριος κανονιοβολισμός προς τιμήν τής νίκης· производить \салют χαιρετίζω μέ κανονιοβολισμούς, χαιρετίζω μέ ὀμο-βροντίες. -
15 салют
[σαλγιούτ] ουσ. α. χαιρετισμός -
16 салют
[σαλγιούτ] ουσ α χαιρετισμός -
17 адрес
-а, πλθ. -а α.1. διεύθυνση, σύσταση•вот вам мой домашний адрес νά τε τη διεύθυνση του σπιτιού μου.
|| διαμονή•переменить адрес αλλάζω διαμονή.
2. προσφώνηση, χαιρετισμός•поднести адрес προσφωνώ, χαιρετίζω.
εκφρ.не по -у – λάθος στη διεύθυνση•по -у – προς•в адрес – στη διεύθυνση, στο όνομα του... -
18 горячий
επ., βρ: -ряч, -а, -о.1. θερμός, ζεστός. || καυτός, καυτερός, ζεματιστός. || μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος•-ее желание διακαής πόθος.
2. μτφ. θερμός•горячий привет θερμός χαιρετισμός•
горячий защитник θερμός υποστηριχτής.
|| ζωηρός•горячий спор ζωηρή συζήτηση.
|| μεγάλος•горячий поклонник μεγάλος θαυμαστής, λάτρης.
|| οξύθυμος, θυμικός•-ая голова θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.
|| σφοδρός•-ая любовь σφοδρός έρωτας.
3. ευέξαπτος, ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης. || ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα).4. εντατικός (γιά καιρό, εποχή)•-ая пора καιρός εντατικής δουλείας (θέρος-τρύγος• πόλεμος)•
-ие дни μέρες φούριας.
5. καυτός•-ая обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου.
6. ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό.εκφρ.- ая кровь у кого – ο θερμόαιμος•- ие напитки – παλ. οινοπνευματώδη ποτά•по -им следам – α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (από ένα γεγονός)•под -ую руку (попасть) – πέφτω επάνω σε εξοργισμένο. -
19 дружеский
επ.φιλικός•дружеский привет φιλικός χαιρετισμός•
дружеский тон φιλικός τόνος•
-ая улыбка φιλικό χαμόγελο•
-ая услуга φιλική εξυπηρέτηση•
-ая атмосфера φιλική ατμόσφαιρα.
-
20 кивание
-я ουδ.χαιρετισμός με το κεφάλι. || νεύμα, γνέψιμο.Π κούνημα του κεφαλιού.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαιρετισμός — greeting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιρετισμός — ο, ΝΜΑ [χαιρετίζω] 1. το να προσφωνεί κανείς κάποιον που συναντά με τις λέξεις χαίρε, χαίρετε ή άλλη σχετική 2. απόδοση καθιερωμένων τιμών σε κάποιον ή σε κάτι (α. «ο χαιρετισμός τής σημαίας» β. «ὁ τῶν ἀπὸ Συρίας ἐρχομένων πρέσβεων πρὸς τὸν… … Dictionary of Greek
χαιρετισμός — ο 1. η ενέργεια του χαιρετίζω, χαιρέτισμα. 2. απόδοση τιμών στη σημαία κ.ά. 3. στον πληθ., οι Χαιρετισμοί σειρά εκκλησιαστικών ύμνων που ψέλνονται προς τιμή της Θεοτόκου και αρχίζουν με τη λέξη «χαίρε» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαιρετισμοί — χαιρετισμός greeting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιρετισμοῦ — χαιρετισμός greeting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιρετισμούς — χαιρετισμός greeting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιρετισμῶν — χαιρετισμός greeting masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιρετισμόν — χαιρετισμός greeting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπασμός — ο (AM ἀσπασμός) [ασπάζομαι] 1. το φίλημα 2. ο χαιρετισμός μσν. νεοελλ. 1. ο ύστατος χαιρετισμός, ο «τελευταίος ασπασμός» προς νεκρό 2. ο εναγκαλισμός των συλλειτουργούντων κληρικών κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας νεοελλ. 1. το φίλημα, η… … Dictionary of Greek
καλημέρα — (Μ καλημέρα) 1. επιφών. χαιρετισμού 2. ως ουσ. η καλημέρα ο χαιρετισμός με το επιφών. ευχής «καλημέρα» 3. (γενικά) χαιρετισμός, κοινωνική σχέση και γνωριμία («δεν θέλω ούτε την καλημέρα σου»). [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή… … Dictionary of Greek
προσκύνηση — η / προσκύνησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσκυνῶ] 1. η ενέργεια τού προσκυνώ, η εκδήλωση ευλαβούς λατρείας και τιμής, ιδίως προς το θείο («η προσκύνηση τών Μάγων») 2. εκδήλωση πιστής υποταγής σε πρόσωπο («τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐλευθερωτάτους προσαναγκάσεις ἐς… … Dictionary of Greek